κτίσεως

κτίσεως
κτίσεω̆ς , κτίσις
founding
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κτίση — η (AM κτίσις) [κτίζω] 1. κτίσιμο, ίδρυση, θεμελίωση, ανέγερση («η κτίση τής Ρώμης» η ίδρυση τής Ρώμης ως αφετηρία χρονολόγησης που χρησιμοποιήθηκε από Λατίνους συγγραφείς και απαντά σε επιγραφές και η οποία, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Etos Kosmou — ( el. Έτος Κόσμου) was an early Byzantine and Roman Christian chronology system of measuring time introduced by Panodorus of Alexandria, Hippolytus of Rome, Sulpicius Severus, Annianus of Alexandria, George Syncellus, and others. Establishment… …   Wikipedia

  • Panodorus of Alexandria — was an Egyptian Byzantine monk, historian and writer who lived around 400 C.E.He introduced a world era calculation, who reckoned 5,904 years from Adam (in Greek από κτίσεως κόσμου , apo ktiseos kosmou or έτος κόσμου , aetos kosmou , that is… …   Wikipedia

  • Kodĭnos — Kodĭnos, Georg, Kuropalates am byzantinischen Hof, lebte in der Mitte des 15. Jahrh. u. schr.: Περὶ τών ἀπό κτίσεως κόσμου ἔτών κ.τ.λ. (bis zur Eroberung Constantinopels 1453), herausgeg. von Lambecius, Par. 1655; Περὶ τών ὸφφεκιαλίων τοὺ… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • AMEN — I. AMEN ab Hebraeis translatum ad Christianos, in Communione Eucharistica, a Populo olim dicebatur, ad verba Ministri. Ambros. de Sacram. l. 4. c. 4. Ergo non otiose eum accipis, tu dicis, Amen. Iam in Spiritie confiteris, quod accipias Corpus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALAEOLOGA Familia — in Imeprio Constantinopolitano illustris, e qua varii Imperatores hodieque in tristibus quibusdam posterorum reliquiis, sub Imperio Turcico gementibus, superest, uti testatur Sponius Itinerar. Grac. Pauci autem ex ea, imo vix ulla numismata obvia …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αβυδηνός — (2ος αι. μ.Χ.).Έλληνας συγγραφέας. Έγραψε Ιστορίαν Ασσυρίων και Χαλδαίων,από την οποία άντλησαν πολλά στοιχεία για το έργο τους ο Ευσέβιος, ο άγιος Κύριλλος και ο χρονογράφος Σύγχελλος. Έγραψε επίσης και τη μελέτη Περί κτίσεως.Τα έργα του Α.… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”